λυγηρός

λυγηρός
-ά, -ό (AM λυγηρός, -ά, -όν)
βλ. λυγερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυγερός — ή, ό και λυγηρός, ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν, Μ και λυγερός, ή, όν) εύκαμπτος, ευλύγιστος νεοελλ. μσν. 1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός 2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή (για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη μσν. (το ουδ. στην αιτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”